- ψεύτισμα
- το, -ατοςη πράξη και το αποτέλεσμα του ψευτίζω, η νοθεία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ψεύτισμα — το, Ν [ψευτίζω] 1. κατασκευή με υλικά κατώτερης ποιότητας 2. νόθευση 3. υποβιβασμός, υποβάθμιση … Dictionary of Greek